- ἵησιν
- ἵημιJa-c-iopres ind act 3rd sgἵημιJa-c-iopres subj act 3rd sg (epic)ἵημιJa-c-iopres subj mp 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἴησιν — εἶμι ibo pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴῃσιν — Ἴης masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴῃσιν — εἶμι ibo pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλεύσσω — ἐπιλεύσσω (Α) κοιτάζω μακριά («τόσσον τίς τ’ ἐπιλεύσσει, ὅσον τ’ ἐπί λᾱαν ἵησιν» βλέπει τόσο μακριά, όσο πετάει την πέτρα, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λεύσσω «βλέπω, κοιτάζω»] … Dictionary of Greek
λάας — λᾱας, ὁ καὶ ἡ, και λᾱος, ό, και αττ. συνηρ. τ. λᾱς, ό, ἡ (Α) 1. πέτρα, λίθος, ιδίως αυτός που ριχνόταν από τους πολεμιστές (α. «ὅ γ ἐξαῡτις πολὺ μείζονα λᾱαν ἀείρας ἧκ ἐπιδινήσας», Ομ. Οδ. β. «ὅσον τ ἐπὶ λᾱαν ἵησιν», Ομ. Ιλ.) 2. βράχος 3. φρ.… … Dictionary of Greek